Αρχαιολογικοί χώροι
Ο βραχώδης λόφος της Ακρόπολης, που δεσπόζει στο κέντρο της σύγχρονης Αθήνας, επιλέχθηκε ήδη από τα νεολιθικά χρόνια (4000/3500-3000 π.Χ.) ως τόπος εγκατάστασης των κατοίκων της περιοχής. Ιερό χαρακτήρα, ωστόσο, απέκτησε από τον 8ο αι. π.Χ., όταν καθιερώθηκε η λατρεία της Αθηνάς Πολιάδος και χτίστηκε εκεί ο πρώτος της ναός.
Τα σημαντικότερα μνημεία που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης, όπως ο Παρθενώνας, τα Προπύλαια, το Ερέχθειο και ο ναός της Αθηνάς Νίκης χτίστηκαν στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., όταν μεταφέρθηκε στην Ακρόπολη η έδρα της Αθηναϊκής Συμμαχίας και η Αθήνα έγινε το σημαντικότερο κέντρο του τότε πνευματικού κόσμου. Τότε ξεκίνησε, με πρωτοβουλία του Περικλή, ένα εξαιρετικά φιλόδοξο οικοδομικό πρόγραμμα που διήρκεσε όλο το β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. και για να ολοκληρωθεί δούλεψαν εκατοντάδες άνθρωποι, λαμπροί τεχνίτες, Αθηναίοι και ξένοι, ελεύθεροι και δούλοι.
Όταν επικράτησε ο χριστιανισμός, και ιδιαίτερα από τον 6ο αι. μ.Χ., τα μνημεία μετατράπηκαν σε χριστιανικές εκκλησίες και επί Τουρκοκρατίας (1456-1833) η Ακρόπολη έγινε και πάλι το φρούριο της πόλης. Το 1687 δε, μία βόμβα των Ενετών ανατίναξε τον Παρθενώνα, ο οποίος είχε τότε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη. Η Ακρόπολη πέρασε ξανά στην κυριαρχία των Ελλήνων το 1822 και πρώτος φρούραρχός της ορίστηκε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος.
Ο μοναδικός αυτός, από άποψη τεχνικής αρτιότητας, αρμονίας και σύλληψης, ναός άρχισε να χτίζεται το 447 π.Χ., εγκαινιάστηκε το 438 π.Χ. και ο γλυπτός του διάκοσμος ολοκληρώθηκε το 432 π.Χ. Χτίστηκε πάνω στη θέση παλαιότερων ναών, επίσης αφιερωμένων στην Αθηνά.
Ολόκληρο το μνημείο (εκτός από την ξύλινη στέγη του) ήταν από πεντελικό μάρμαρο, συμπεριλαμβανομένων και των κεραμιδιών. Όπως αναφέρουν οι μελετητές του, στον Παρθενώνα κάθε τεχνικό πρόβλημα βρήκε τη λύση του και η λιθοξοϊκή τέχνη έφτασε σε ανεπανάληπτη τελειότητα. Η προσαρμογή των αρχιτεκτονικών μελών του (που αρκετές φορές έφταναν μέχρι και τους 10 τόνους) είχε ακρίβεια δέκατου του χιλιοστόμετρου, ακόμα και σε αφανή, στο μάτι του επισκέπτη, μέρη.
Κάποιοι ίσως δεν γνωρίζουν ότι στον ανατολικό τοίχο του σηκού (το κυρίως μέρος των αρχαίων ναών, όπου ήταν τοποθετημένο το λατρευτικό άγαλμα) είχαν ανοιχτεί παράθυρα – τα πρώτα σε αρχαίο ναό – για να φωτίζεται καλύτερα το εσωτερικό του, αλλά και να αναδεικνύεται το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς που δέσποζε στον χώρο.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο λευκός σήμερα Παρθενώνας κάθε άλλο παρά λευκός ήταν στην αρχαιότητα. Ίχνη χρώματος έχουν βρεθεί τόσο στα αρχιτεκτονικά μέλη, όσο και στα γλυπτά του. Οι ερευνητές έχουν σήμερα επιβεβαιώσει τη χρήση πράσινου χρώματος, μπλε – μάλιστα δύο διαφορετικών μπλε, του λεγόμενου «αιγυπτιακού μπλε» και του μπλε από αζουρίτη – και κόκκινου, κόκκινου του μόλυβδου και αιματίτη.
Πληροφορίες
Ένας υπαίθριος ημικυκλικός χώρος, στον οποίο συγκεντρώνονταν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες για να ακούσουν τις αγορεύσεις των διάφορων ομιλητών και στη συνέχεια να αποφασίσουν με την ψήφο τους για τα διάφορα ζητήματα που απασχολούσαν την πόλη τους. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το μέρος στο οποίο συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου, ήδη μετά τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη το 508/7 π.Χ.
Η ονομασία Πνύκα συνδέεται ετυμολογικά με την έννοια της πυκνότητας, υπαινίσσεται με άλλα λόγια τη λειτουργικότητα του χώρου, καθώς σε μια μικρή έκταση μπορούσε να συγκεντρώσει ακόμα και περίπου 15.000 άτομα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει σήμερα ο τρόπος των Αθηναίων να τιμωρούν όσους πολίτες προτιμούσαν, αντί να εμφανιστούν στη Συνέλευση, να περάσουν την ώρα τους στην Αγορά ή σε άλλα πολυσύχναστα σημεία της πόλης. Δημόσιοι δούλοι, ανά δύο, κρατούσαν τις άκρες ενός σκοινιού βαμμένου με κόκκινο χρώμα και πλησίαζαν τους αργόσχολους από διάφορες πλευρές, εκτός από εκείνη που οδηγούσε στην Εκκλησία. Όποιος δεν έπαιρνε γρήγορα τον δρόμο για τη συνέλευση κινδύνευε να λερωθεί με το χρώμα και τελικά να ντροπιαστεί, αλλά και να τιμωρηθεί με πρόστιμο.
Το μνημείο που σήμερα είναι γνωστό και ως «Στύλοι του Ολυμπίου Διός» αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους ναούς της αρχαίας Αθήνας. Η κατασκευή του, ωστόσο, έμελλε να επηρεαστεί από μια σειρά πολιτειακών μεταβολών και να διαρκέσει πάνω από επτά αιώνες. Η ανέγερσή του ξεκίνησε από τον Πεισίστρατο τον Νεότερο το 515 π.Χ., στη θέση παλαιότερου ναού των αρχών του 6ου αιώνα, διακόπηκε όμως με την πτώση των τυράννων. Οι εργασίες για την αποπεράτωσή του συνεχίστηκαν από τον βασιλιά της Συρίας, Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή, αργότερα από τον Αύγουστο και ολοκληρώθηκαν τελικά από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος τον εγκαινίασε το 131-132 μ.Χ.
Ο Αδριάνειος ναός, ένας από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου, είχε μήκος περίπου 110 μ., πλάτος περίπου 45 μ., δύο σειρές από 20 κίονες στις μακρές πλευρές του και τρεις σειρές από 8 κίονες στις στενές. Ο κάθε κίονας, όπως τον βλέπουμε και σήμερα, είχε ύψος 17 μέτρα.
Ο περιηγητής Παυσανίας περιγράφοντας το μνημείο, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «χάλκινα αγάλματα στέκουν μπροστά από τους κίονες τα οποία οι Αθηναίοι ονομάζουν ‘αποίκους πόλεις’. Ολόκληρος ο περίβολος έχει μήκος τέσσερα στάδια και είναι γεμάτος ανδριάντες. Κάθε πόλη έχει αφιερώσει από ένα άγαλμα του Αδριανού, όλες όμως τις ξεπέρασαν οι Αθηναίοι, οι οποίοι αφιέρωσαν τον κολοσσό που βρίσκεται στο πίσω μέρος του ναού, που αξίζει να δει κανείς».
Το μνημείο υπέστη αρκετές φθορές σε διάφορες χρονικές περιόδους, από φυσικά αίτια, αλλά και ανθρώπινες επεμβάσεις, καθώς το μάρμαρό του χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ασβέστη. Δυστυχώς, από τους 104 κίονές του σώζονταν μέχρι το 1852 μόλις 16, και ένας γκρεμίστηκε από μια φοβερή καταιγίδα εκείνου του έτους. Η τελευταία φορά που υπέστη σοβαρό πλήγμα ήταν κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, όταν οι σφαίρες από τους πυροβολισμούς εξοστρακίστηκαν πάνω στους κίονες.
Ο ευρύτερος αρχαιολογικός χώρος του Ολυμπιείου περιλαμβάνει το ιερό του Ολυμπίου Διός, ρωμαϊκά λουτρά, κλασικές οικίες, βασιλική του 5ου αι. μ.Χ., καθώς και τμήμα του οχυρωματικού περιβόλου της πόλης, ενώ έξω από τον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο βρίσκεται η Πύλη του Αδριανού.
Το μνημειακό αυτό συγκρότημα, που αποτέλεσε θα μπορούσαμε να πούμε το πρώτο εμπορικό κέντρο της Αθήνας, κτίστηκε μεταξύ 19-11 π.Χ., χάρη στην οικονομική ενίσχυση του Ιουλίου Καίσαρα και αργότερα του Αυγούστου.
Πρόκειται για ένα κτήριο διαστάσεων 111 Χ 98 μ., με μια μεγάλη ορθογώνια αυλή στο κέντρο του, η οποία περιβάλλεται από στοές, όπου στεγάζονταν στο παρελθόν τα καταστήματα και οι αποθηκευτικοί χώροι. Οι κύριοι είσοδοι στην Αγορά ήταν δύο, ένα ιωνικό πρόπυλο στην ανατολική πλευρά και ένα δωρικό στη δυτική, γνωστό και ως πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς. Στο κέντρο της νότιας πλευράς σώζεται ακόμα και σήμερα μια κρήνη, με δεξαμενή στο πίσω μέρος της.
Μεταξύ άλλων παρακείμενων κτηρίων, άμεσα συνδεδεμένων με τον χώρο (π.χ. τον Πύργο των Ανέμων ή Ωρολόγιο του Κυρρήστου και το λεγόμενο Αγορανομείο), αξίζει κανείς να παρατηρήσει και τις Βεσπασιανές, που τα κατάλοιπά τους σώζονται από τον 1ο αι. μ.Χ. Πρόκειται για τα δημόσια αποχωρητήρια της εποχής, που δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετήσουν το πολυπληθές κοινό που σύχναζε στη Ρωμαϊκή Αγορά. Ο επισκέπτης μπορεί σήμερα να δει μόνο τα ίχνη από ένα ορθογώνιο κτήριο, που είχε πάγκους με οπές στις τέσσερις πλευρές. Κάτω από τους πάγκους υπήρχε ένα βαθύ κανάλι με κλίση, ούτως ώστε να διοχετεύονται οι ακαθαρσίες στον κεντρικό αγωγό της πόλης.
Κατά τη Βυζαντινή εποχή και την Τουρκοκρατία ο χώρος καταλήφθηκε από οικίες, εργαστήρια και εκκλησίες καθώς και το Φετιχιέ Τζαμί, ενώ τη δεκαετία του 1920 στήθηκαν εκεί παραπήγματα για να στεγάσουν τους πρόσφυγες από τη Μ. Ασία (όπως άλλωστε έγινε και σε άλλους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία της Ελλάδας).
Το θέατρο του Διονύσου ήταν το μεγαλύτερο μνημείο της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης, αν και σήμερα ο επισκέπτης δεν βλέπει παρά ένα μικρό μόνο κομμάτι της παρελθοντικής του μορφής. Η αρχική του κατασκευή ανάγεται στον 6ο αι. π.Χ., ενώ την εποχή της μέγιστης ακμής του αρχαίου δράματος, όταν πρωτοπαίχτηκαν τα κορυφαία έργα των μεγάλων κλασικών ποιητών, του Αισχύλου, του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, αλλά και του Αριστοφάνη, θα πρέπει να ήταν ξύλινο στο μεγαλύτερο μέρος του, απλούστερο από αυτό που σώζεται σήμερα και όχι ημικυκλικό.
Το θέατρο αναμορφώθηκε ριζικά το δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. και τότε απέκτησε την ολόλιθη μορφή του όπως τη βλέπουμε σήμερα, ημικυκλικό κοίλο, 67 μαρμάρινους και ενεπίγραφους θρόνους για την Προεδρία, κυκλική ορχήστρα και μαρμάρινη σκηνή με παρασκήνια. Εδώ για πρώτη φορά επινοήθηκε και εφαρμόστηκε σε θέατρο ο κυκλικός σχεδιασμός, αλλά και η τοποθέτηση των θεατών σε κατωφερές έδαφος, στοιχεία που αποτέλεσαν το πρότυπο για την κατασκευή και εξέλιξη όλων των θεατρικών κατασκευών. Η χωρητικότητά του υπολογίζεται μεταξύ 17.000 και 19.000 θέσεων.
Καθώς το θέατρο του Διονύσου ήταν για αιώνες θαμμένο κάτω από επιχώσεις και η θέση του δεν ήταν γνωστή, για πολλά χρόνια τα μνημεία της περιοχής ταυτίζονταν λανθασμένα. Σημαντικό ρόλο στην αναγνώρισή του, το 1821, από τον Βρετανό στρατιωτικό και συλλέκτη νομισμάτων W.M. Leake, έπαιξε η παράσταση ενός αθηναϊκού νομίσματος του 3ου αι. μ.Χ., το οποίο απεικόνιζε μνημεία της νότιας πλαγιάς της Ακρόπολης.
Ο Κεραμεικός είναι ένα από τα σημεία της Αθήνας που ο επισκέπτης αξίζει να σταθεί λίγο παραπάνω, καθώς πρόκειται για ένα χώρο που συνοψίζει πολλά και διαφορετικά στοιχεία. Εδώ είναι ο τόπος που η οδύνη των ανθρώπων της εποχής έδωσε τη θέση της στην υψηλή τέχνη, ένας χώρος ταφής των νεκρών της Αθήνας και ένα υπαίθριο μουσείο τέχνης, γεμάτο με αριστουργηματικά ταφικά μνημεία. Εδώ είναι ο τόπος που ο Περικλής εκφώνησε τον επιτάφιο λόγο του, συνοψίζοντας, με απαράμιλλο τρόπο, την υπεροχή της αθηναϊκής δημοκρατίας κι εδώ, επίσης, άφησε η νεοσύστατη τότε δημοκρατία ίχνη για ένα ισχυρό όπλο της, 9.500 όστρακα με το όνομα του Θεμιστοκλή, που εξοστρακίστηκε από τους πολιτικούς του αντίπαλους το 471 π.Χ. Στον Κεραμεικό, επίσης, οι Αθηναίοι τιμούσαν τους θεούς τους, ιδιαίτερα την Αθηνά, καθώς εδώ ήταν η αφετηρία των Μεγάλων Παναθηναίων, το ξεκίνημα της πομπής της μεταφοράς του πέπλου της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη, που με περισσή γλυπτική μαεστρία αναπαραστάθηκε στη ζωφόρο του Παρθενώνα.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Κεραμεικού περικλείει ένα μικρό μόνο τμήμα του αρχαίου δήμου των Κεραμέων, που όπως μαρτυρεί το όνομά του στέγαζε εργαστήρια αγγειογράφων και αγγειοπλαστών. Λόγω του Ηριδανού, ο οποίος, μέχρι την εποχή της θεμιστόκλειας οχύρωσης, έρεε άναρχα και πολλές φορές πλημύριζε την περιοχή, ο χώρος από πολύ νωρίς κρίθηκε ακατάλληλος για κατοίκηση. Ήταν όμως πρόσφορος, λόγω του αργιλώδους εδάφους του, για την κατασκευή αγγείων και την ταφή των νεκρών. Σήμερα, ένα μικρό μόνο ρυάκι που ρέει στην περιοχή μας θυμίζει την ύπαρξή του.
Οι πρώτοι τάφοι της περιοχής χρονολογούνται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (2700-2000 π.Χ.) και η λειτουργία του νεκροταφείου συνεχίζεται αδιάκοπα έως περίπου τον 6ο αι. μ.Χ. Εδώ έχουν βρεθεί τα σημαντικότερα αθηναϊκά αγγεία της εποχής, μεταξύ αυτών και η περίφημη οινοχόη του Διπύλου, που αποτελεί την αρχαιότερη μαρτυρία ελληνικής αλφαβητικής επιγραφής.
Στην περιήγησή σας μέσα στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και στο μικρό μουσείο που βρίσκεται εκεί, αναζητήστε τον μνημειώδη, μαρμάρινο ταύρο από τον περίβολο του Διονυσίου του Κολλυτέως, το επιτύμβιο ανάγλυφο της Αμφαρέτης με το εγγόνι της και το συγκινητικό χαραγμένο επίγραμμα, το γεμάτο χυμούς και ζωντάνια πρόσωπο της σφίγγας από την επίστεψη επιτυμβίου κίονα, το υπέροχο ανάγλυφο του νεαρού Δεξίλεω που σκοτώθηκε σε ηλικία 20 ετών, πολεμώντας εναντίον των Κορινθίων και τόσα άλλα.
Τα κατάλοιπα της παλαίστρας ενός από τα παλαιότερα γυμνάσια της αρχαίας Αθήνας, του γυμνασίου του Λυκείου, αποκάλυψαν σωστικές ανασκαφές του 1996 στον χώρο πίσω από το Ωδείο Αθηνών στην οδό Ρηγίλλης. Είναι σήμερα γνωστό και ως Λύκειο του Αριστοτέλη.
Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες το Λύκειο ήταν ένα ειδυλλιακό, κατάφυτο προάστιο στα ανατολικά της Αθήνας, που είχε πάρει το όνομά του από το Ιερό του Λυκείου Απόλλωνος, που δυστυχώς έως σήμερα δεν έχει εντοπιστεί.
Μπορείτε να φανταστείτε αθλητές της πάλης, της πυγμαχίας και του παγκρατίου που θα προπονούνταν σε αυτή την παλαίστρα; Η κατασκευή του γυμνασίου τοποθετείται στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., ενώ τον 1ο αιώνα μ.Χ. προστέθηκε στη βόρεια πλευρά της αυλής του μια δεξαμενή ψυχρού λουτρού, για να ανακουφίζονται οι αθλητές.
Τα γυμνάσια έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στην αγωγή των νέων, καθώς η σωματική άσκηση θεωρούνταν εξίσου σημαντική με την πνευματική. Έτσι, σταδιακά εξελίχθηκαν σε πνευματικά κέντρα και, μάλιστα, τον 4ο αιώνα π.Χ. ιδρύθηκαν στα γυμνάσια οι πρώτες φιλοσοφικές σχολές, τα πρώτα, ουσιαστικά, Πανεπιστήμια. Στην περιοχή του Λυκείου ίδρυσε το 335 π.Χ. ο Αριστοτέλης τη σχολή του, που έχει μείνει γνωστή και ως περιπατητική, καθώς συνήθιζε να περπατά ενώ δίδασκε ή συζητούσε.
Ο ναός του Ποσειδώνα χτίστηκε κατά το 444-400 π.Χ., πάνω στα θεμέλια ενός προηγούμενου ναού που δεν ολοκληρώθηκε. Ο δωρικού τύπου ναός αφιερώθηκε στον Ποσειδώνα, τον Ολύμπιο θεό της θάλασσας και στέκει έως σήμερα στην άκρη του Ακρωτηρίου Σουνίου, με μοναδική θέα στο Αιγαίο. Πριν από την κατασκευή του ναού, η τοποθεσία αναφέρεται από τον Όμηρο ως ιερό έδαφος τουλάχιστον από τον 8ο αι. π.Χ., ενώ ίχνη ανθρώπινης παρουσίας υπάρχουν στην ευρύτερη περιοχή ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ.
Το ακρωτήριο του Σουνίου αποτελούσε κατά την αρχαιότητα σημαντικό στρατηγικό σημείο, καθώς από εκεί ήλεγχαν οι Αθηναίοι το θαλάσσιο πέρασμα προς το Αιγαίο και τον Πειραιά, αλλά και τη χερσόνησο του Λαυρίου, με τα πολύτιμα μεταλλεία αργύρου.
Ο ναός ήταν ήδη εξαιρετικά δημοφιλής στους πρώτους ιστορικούς περιηγητές, πολλοί από τους οποίους χάραξαν τα ονόματά τους πάνω στα μάρμαρά του. Μην ξεχάσετε να αναζητήσετε, στη νότια παραστάδα, χαραγμένο το όνομα του διάσημου Βρετανού ποιητή και φιλέλληνα, Λόρδου Βύρωνα. Προγραμματίστε την επίσκεψή σας έτσι, ώστε να ατενίσετε το ηλιοβασίλεμα από τον ναό, ένα θέαμα που δεν θα ξεχάσετε εύκολα.
Χτίστηκε μεταξύ 131-132 μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό. Τοποθετημένη κοντά στο πνευματικό και εμπορικό κέντρο της Αθήνας, την Αρχαία και τη Ρωμαϊκή Αγορά, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη της πόλης, φιλοξενώντας όχι μόνο βιβλία σε παπύρους, αλλά και τα κρατικά αρχεία της πόλης. Διέθετε επίσης αναγνωστήρια, χώρους αντιγραφής, αλλά και δύο αίθουσες με εδώλια σε αμφιθεατρική διάταξη που χρησιμοποιούνταν για διαλέξεις και διδασκαλία.
Ήταν ένα κλειστό κτήριο, που απλωνόταν γύρω από μια μεγάλη εσωτερική αυλή με στοές στις τέσσερις πλευρές της και μια μεγαλοπρεπή είσοδο στη δυτική. Χτίστηκε στη θέση μιας ακμάζουσας συνοικίας της ύστερης ελληνιστικής εποχής, η οποία πιθανότατα απαλλοτριώθηκε και κατεδαφίστηκε έως ένα ορισμένο ύψος για να χτιστεί πάνω της η Βιβλιοθήκη.
Κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας χρησίμευσε ως έδρα και κατοικία Τούρκων διοικητών της πόλης, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως τελωνειακό κτίριο, ως φυλακή, αλλά και ως στρατώνας του Βασιλιά Όθωνα.
Μην ξεχάσετε να αναζητήσετε στον ανατολικό τοίχο τις κόγχες, τις εσοχές δηλαδή μέσα στις οποίες φυλάσσονταν οι ρολοί από πάπυρο, τα βιβλία της αρχαιότητας.
Χτίστηκε από τους Αθηναίους το 131-132 π.Χ., ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στον φιλέλληνα αυτοκράτορα Αδριανό για τα όσα είχε προσφέρει στην Αθήνα. Η πύλη έχει ύψος 18 μ., πλάτος 13 μ. και είναι κατασκευασμένη από πεντελικό μάρμαρο. Έχει δύο ίδιες προσόψεις και αποτελείται από δύο σαφώς διακριτά τμήματα. Το κάτω μέρος ακολουθεί το ρωμαϊκό σχήμα της τιμητικής αψίδας, ενώ το επάνω μιμείται το ελληνικής παράδοσης πρόπυλο.
Κατά την επίσκεψή σας, προσπαθήστε να διακρίνετε τις δύο επιγραφές που έχουν χαραχθεί στο επιστήλιο του κάτω τμήματος της πύλης. Στη βορειοδυτική πλευρά (προς την Ακρόπολη), η επιγραφή είναι: Αιδ’ εισ’ Αθήναι Θησέως η πριν πόλις (εδώ είναι η Αθήνα, η αρχαία πόλη του Θησέα), ενώ η επιγραφή στη νοτιοανατολική πλευρά (προς τον Ναό του Ολυμπίου Διός) είναι: Αιδ’ εισ’ Αδριανού και ουχί Θησέως πόλις (εδώ είναι η πόλη του Αδριανού, και όχι του Θησέως).
Μερικοί μελετητές πιστεύουν ότι οι επιγραφές υποδείκνυαν τα όρια μεταξύ της «αρχαίας» πόλης του Θησέα και της «νέας» πόλης του Αδριανού, ενώ άλλοι τις ερμηνεύουν ως δείκτες της επέκτασης της πόλης.
Είστε έτοιμοι να ακολουθήσετε τα βήματα του μεγάλου αρχαίου φιλοσόφου στη διάσημη Ακαδημία του; Το 388 π.Χ., ο Πλάτωνας ίδρυσε τη φημισμένη φιλοσοφική σχολή του στο άλσος αυτό, το οποίο κατοικούνταν ήδη από την προϊστορική εποχή, ενώ από τον 6ο αι. π.Χ. ήταν χώρος προπόνησης για αθλητές. Αυτός ο υπαίθριος αρχαιολογικός χώρος μπορεί να μην είναι σήμερα τόσο εντυπωσιακός, αλλά σίγουρα θα νιώσετε συγκίνηση γνωρίζοντας ότι περπατάτε στα ίδια μονοπάτια με τον άνθρωπο που ενέπνευσε τη δυτική φιλοσοφία. Μην ξεχνάτε ότι αυτό είναι το πρώτο «πανεπιστήμιο» του δυτικού κόσμου, όπου τέθηκαν τα θεμέλια της δυτικής επιστήμης και φιλοσοφίας πριν από δυόμισι περίπου χιλιετίες.
Η Σχολή του Πλάτωνα έμεινε ζωντανή για περίπου χίλια χρόνια, γνωρίζοντας ιδιαίτερη ακμή ιδίως με τους λεγόμενους Νεοπλατωνικούς φιλόσοφους, έως το 529 μ.Χ., όταν με διάταγμα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού έκλεισαν για πάντα όλα τα εκπαιδευτικά κέντρα της Αθήνας.
Η Αγορά της αρχαίας Αθήνας αποτέλεσε το κέντρο της δημόσιας ζωής της πόλης, τον κατεξοχήν χώρο της πολιτικής, εμπορικής, κοινωνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής της δραστηριότητας. Οι πρώτες διαμορφώσεις του χώρου για τη μετατροπή του από ιδιωτικό σε δημόσιο πρέπει να έγιναν γύρω στο 600 π.Χ. και στα χρόνια του τυράννου Πεισίστρατου και των γιών του (565-510 π.Χ.) κατασκευάστηκαν τα πρώτα κτίσματα.
Ο ευρύτερος χώρος της Αγοράς έχει σημάδια κατοίκησης ήδη από την Ύστερη Νεολιθική Εποχή (περ. 3000 π.Χ.), ενώ από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1600-1100 π.Χ.) και αργότερα στην Εποχή του Σιδήρου (1.100-700 π.Χ.) χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο. Παράλληλα, πρέπει να αναπτύχθηκε εκεί και ένας μικρός οικισμός.
Η μεγαλύτερη οικοδομική δραστηριότητα στην Αγορά τοποθετείται αμέσως μετά τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη (508/7 π.Χ.), οπότε, μεταξύ άλλων, χτίζονται η Θόλος (η έδρα των πρυτάνεων) και το Βουλευτήριο (ο χώρος όπου συνεδρίαζε η Βουλή των 500). Η Αγορά ήταν επίσης και χώρος παροχής υπηρεσιών, καθώς εκεί είχαν την έδρα τους κάθε λογής επαγγελματίες (τσαγκάρηδες, κουρείς, αρωματοπώλες κ.λπ.), με τα καταστήματα και τα εργαστήριά τους να αποτελούν τόπο συνάθροισης και ανταλλαγής ειδήσεων. Αναπόφευκτα, η Αγορά ήταν και ο χώρος όπου έβρισκε κανείς κακόφημα στέκια, πορνεία και καπηλειά.
Κτήρια συνέχιζαν να προστίθενται συνεχώς μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια και παρότι η Αγορά υπέστη μεγάλες καταστροφές από τους Ερούλους και τους Βησιγότθους στα μέσα του 3ου και στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. συνέχισε να είναι πνευματικό κέντρο της πόλης με τις περίφημες φιλοσοφικές σχολές της.
Λίγοι σήμερα γνωρίζουν ότι κατά το 18ο αιώνα, ο ναός του Ηφαίστου (ευρύτερα γνωστός και ως Θησείο από τις σκηνές με τα κατορθώματα του Θησέα στη ζωφόρο του) χρησιμοποιήθηκε ως τόπος ενταφιασμού πολλών επιφανών προτεσταντών που είχαν πεθάνει στην Αθήνα.
Το Καλλιμάρμαρο, όπου αναβίωσαν οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, είναι ο ίδιος τόπος που το 330-329 π.Χ. ο Αθηναίος πολιτικός Λυκούργος δημιούργησε το αρχαίο στάδιο, για να πραγματοποιούνται οι αθλητικοί αγώνες που διεξάγονταν στη γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων.
Ο χώρος ανακαινίστηκε από τον Ηρώδη τον Αττικό κατά το 144-140 π.Χ., οπότε και έλαβε την πεταλόσχημη μορφή του, αλλά και κατασκευάστηκαν μαρμάρινες κερκίδες για τους θεατές. Υπολογίζεται ότι το στάδιο μπορούσε να φιλοξενήσει έως και 50.000 θεατές.
Με την πάροδο των αιώνων το στάδιο έπεσε σε αχρηστία και μεγάλο μέρος του μαρμάρου του λεηλατήθηκε. Όταν το 1894 αποφασίστηκε η τέλεση των πρώτων διεθνών σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, η Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων προγραμμάτισε την αναμαρμάρωσή του, το συνολικό όμως έργο δεν ολοκληρώθηκε παρά το 1900. Κατά συνέπεια, στους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες πολλά από τα καθίσματα των θεατών ήταν ξύλινοι πάγκοι βαμμένοι λευκοί, για να μοιάζουν με μάρμαρο.
Το στάδιο παραμένει έως σήμερα η γραμμή τερματισμού του σύγχρονου Μαραθωνίου των Αθηνών και έχει φιλοξενήσει πλήθος άλλων αθλητικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, καθώς η συμμετοχή στους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν ελεύθερη, μερικοί από τους αθλητές που πήραν μέρος δεν ήταν επαγγελματίες, αλλά απλοί άνθρωποι και επισκέπτες της πόλης, συγκινημένοι από την ιδέα των Ολυμπιακών αγώνων.
Με το όνομα Αέρηδες ή Πύργος των Ανέμων αποκαλούμε σήμερα τον μαρμάρινο οκταγωνικό πύργο με την κωνική στέγη που βρίσκεται μέσα στο χώρο της Ρωμαϊκής Αγοράς στην Πλάκα. Κτίστηκε από τον αστρονόμο Ανδρόνικο από την Κύρρο της Μακεδονίας, στο πρώτο μισό του 1ου αι. π.Χ. και ήταν ταυτόχρονα ανεμοδείκτης και ηλιακό ρολόι (εξωτερικά), υδραυλικό ρολόι και πλανητάριο (εσωτερικά).
Στις μετόπες του, που αντιστοιχούν στα οκτώ σημεία του ορίζοντα, βλέπουμε και σήμερα ανάγλυφες τις προσωποποιημένες μορφές των οκτώ ανέμων, ενώ ένας περιστρεφόμενος μπρούτζινος Τρίτωνας, που άλλοτε υπήρχε στην κορυφή της στέγης, έδειχνε με το ραβδί του τη μορφή του ανέμου που κάθε φορά φυσούσε. Κάτω από κάθε άνεμο παρατηρούμε εγχάρακτες γραμμές, που αντιστοιχούσαν σε ισάριθμα ηλιακά ρολόγια.
Στο εσωτερικό του Πύργου λειτουργούσε υδραυλικό ρολόι, με νερό από μια πηγή της Ακρόπολης, το οποίο, σύμφωνα με μελετητές, έδειχνε ταυτόχρονα την ώρα αλλά και την εποχή του έτους.
Πρόκειται για τον αρχαιότερο ανεμοδείκτη και μετεωρολογικό κέντρο του κόσμου, που στα βυζαντινά χρόνια λειτούργησε ως εκκλησία και την τελευταία περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης, ως τεκές των Δερβίσηδων. Αυτή η τελευταία του χρήση, ως τόπος προσευχής, λέγεται μάλιστα ότι απέτρεψε, το 1805, τα σχέδια του Λόρδου Έλγιν να μεταφέρει ολόκληρο το κτήριο στην Αγγλία.
Το αναστηλωμένο σήμερα Ηρώδειο, που φιλοξενεί ελληνικές και διεθνείς παραστάσεις με φόντο τον Παρθενώνα, οικοδομήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου αι. μ.Χ. Ήταν δωρεά του Τιβέριου Κλαύδιου Αττικού Ηρώδη, γόνου μεγάλης αθηναϊκής οικογένειας και ευεργέτη, σε ανάμνηση της συζύγου του Ρήγιλλας. Στην αρχική του μορφή, είχε κέδρινη στέγη και το σκηνικό οικοδόμημα υψωνόταν σε τρεις ορόφους, συνολικού ύψους 28 μέτρων.
Το ωδείο, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως για μουσικές εκδηλώσεις και χωρούσε έως και 5.000 θεατές, καταστράφηκε το 267 μ.Χ. από την επιδρομή των Ερούλων, ακολουθώντας την τύχη πολλών άλλων μνημείων της Αθήνας.
Το Ηρώδειο είναι σήμερα ένας από τους χώρους όπου διεξάγεται το ετήσιο Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Εδώ έχουν εμφανιστεί καλλιτέχνες-μύθοι, όπως η μπαλαρίνα Margot Fonteyn, η ντίβα Μαρία Κάλλας και η τραγουδίστρια Liza Minnelli. Παραστάσεις φιλοξενούνται σε αυτό ήδη από το 1867.